Από τις «τρεις θεότητες του νεωτερικού πανθέου» (ελευθερία – ισότητα – αλλη- λεγγύη), η τρίτη υπήρξε η λιγότερο κα- λότυχη. Συζητήσεις γύρω από το νόημα και τα όρια της ελευθερίας, το βάθος και το πλάτος της ισότητας, δεν έλειψαν ποτέ. Όμως, η αλληλεγγύη παρέμεινε η αφανής πτυχή του τρίπτυχου, σκιώδης για τη φιλοσοφία, την πολιτική θεωρία ή τη νομική επιστήμη. Τις λίγες, δε, φο- ρές που η σιωπή γύρω από την έννοια λύεται, τούτο συμβαίνει με την πρόσ- ληψή της είτε ως απλού φυσικού αισθή- ματος (κάτι εν ολίγοις, αδιάφορο για την έννομη συμβίωση) ̇ είτε ως αυτοπροαί- ρετου καθήκοντος (κάτι που σε πολιτεία δικαίου συνιστά, απλά, μια αντίφαση).
Η μελέτη μας προτείνει ένα εναλλα- κτικό τύπο φιλοσοφικής θεμελίωσης της αλληλεγγύης, που επιτελεί κριτική λειτουργία, τόσο έναντι θεωριών που αρνούνται (ή αποσιωπούν) τη δεσμευ- τική υφή της αλληλεγγύης, όσο και ιστορικών-κοινωνικών συνθηκών που τη διακυβεύουν ευθέως.
Η αλληλεγγύη αναπαριστά, κατ’ αρχάς, μια θεμελιώδη αρχή δικαιοσύνης, όρο δυνατότητας για έννομη συμβίωση άξια λόγου. Και, κατά δεύτερον, μια συμφυή αρχή συνταγματικού δικαίου, η οποία εγκλείει το εξής κανονιστικό περιεχόμενο: Στην κα- ταφατική διάσταση της αρχής, καθένας αξιώνει από το οργανωμένο πολιτικό σύνολο βιοτική αυτοτέλεια, όπως επίσης, στην αποφατική διάσταση της αρχής, καθένας οφεί- λει να συμβάλλει στην κατοχύρωση της βιοτικής αυτοτέλειας των άλλων. Δομείται, έτσι, ένα θεμελιακό δίπολο δικαιώματος-χρέους το οποίο μάλιστα λειτουργεί αμφο- τεροβαρώς: οι πολίτες αξιώνουν βιοτική αυτοτέλεια, σύστοιχη προς ένα χρέος αλλη- λεγγύης που υπέχουν αμοιβαίως, καθώς και η πολιτεία αξιώνει τη συμβολή των πο- λιτών στην εμπέδωση κοινωνικής αλληλεγγύης, σύστοιχα προς το χρέος που φέρει για εδραίωση θεσμών ουσιαστικού και εμβαθυμένου κοινωνικού κράτους.